Η Άννα Ματζάροβα-Στάινοβα (1894-1982), γνωστή με το ψευδώνυμο Άννα Κάμενοβα, είναι βουλγάρα συγγραφέας και μεταφράστρια. Γεννήθηκε στο Πλόβντιβ. Ήταν κόρη του Χατζή Μιχαήλ Ματζάροβ, από την Κοπρίβστιτσα, υπουργού Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Κωνσταντίν Στοϊλοβ (1894-1899), υπουργού Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ντάνεβ(1901-1903), Αμύνης στην κυβέρνηση Τεοντορόβ (1918-1919) και Εξωτερικών και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση Σταμπολίισκι(1919-1923). Η μητέρα του Μιχαήλ ήταν αδερφή του επαναστάτη Γκεόργκι Μπενκόβσκι που ηγούταν του βουλγάρικου ιππικούκατά την Επανάσταση του Απρίλη 1876.
Το 1913 ο Ματζάροβ έγινε πρέσβης της Βουλγαρίας στο Λονδίνο και τον επόμενο χρόνο στην Αγία Πετρούπολη. Έτσι η Άννα είχε την δυνατότητα να ταξιδέψει και να εμπλουτίσει τις εντυπώσεις της. Ο πατέρας της επίσης ασχολούταν με την συγγραφή και με την μετάφραση και συνεργαζόταν με τα πιο δημοφιλή περιοδικά της εποχής, που εκδίδονταν από διάφορους πολιτιστικούς κύκλους.
«Είχα την τύχη να μεγαλώνω στο περιβάλλον διαφωτισμένων αντρών, λέει η συγγραφέας σε μια συνέντευξη από το αρχείο της ΒΕΡ. Χάρη σ’ αυτούς διαμόρφωσα την προσωπικότητά μου και εξελίχτηκα σαν δημιουργός. Η οικογένειά μου ήταν πολύ δεμένη ενώ ο πατέρας μου δεν ασκούσε σκληρά την επιρροή του, αντιθέτως μας βοηθούσε να αναπτυχθούμε ελεύθερα. Ο πατέρας μου μετέφρασε το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι και όταν το διάβασα συνειδητοποίησα πως θα πρέπει να είμαι πολύ θαρραλέα για να αρχίσω να γράφω εφόσον υπήρχαν τέτοιοι συγγραφείς. Αλλά το πνεύμα μου συνέχιζε να αναζητά ορίζοντες και είχα πολλά παραδείγματα γυναικών συγγραφέων από την παγκόσμια λογοτεχνία».
Στην συνέχεια η Άννα εγγράφηκε στην Νομική, στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας και εκεί γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, Πέτκο Στάινοβ (1890-1972), από το Καζανλάκ, ο οποίος έγινε γνωστός δικηγόρος, πολιτικός και διπλωμάτης. Ο σύζυγός της όπως και ο πατέρας της ήταν μέλη της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών.
Ο Στάινοβ την ενθάρρυνε να δημοσιεύσει τα πρώτα της κείμενα στα περιοδικά «Ζλατορόγκ», «Από το παγκόσμιο παράθυρο» και «Μητρική γλώσσα». Την περίοδο 1920-1930 η Άννα, πλέον με το ψευδώνυμο Κάμενοβα, συνεργαζόταν με τα περιοδικά «Σύγχρονος άνθρωπος», «Φιλοσοφική επισκόπηση», «Λόγος», με τις εφημερίδες «Ελεύθερος λόγος» και «Γυναικεία φωνή» και δημοσίευε διηγήματα, δοκίμια, κριτικές για έργα τέχνης και καλλιτέχνες, για θεατρικές παραστάσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το ντεμπούτο της σαν συγγραφέας το έκανε το 1930 με το μυθιστόρημα «Το αμάρτημα της Χαριτίνας». Οι κριτικές έγραψαν πως πρόκειται για ένα ώριμο έργο με περίπλοκο θέμα ενώ και στα τρία της συνολικά μυθιστορήματα σημαντικό ρόλο παίζουν η γυναικεία ψυχολογία και ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου.
Η Άννα ταξίδευε συχνά και επισκέφτηκε μέχρι και εξωτικούς προορισμούς.
«Πάντα με γοήτευαν τα ταξίδια και δεν με ενδιέφερε η απόσταση, λέει εκείνη. Όταν έγραφα το μυθιστόρημα «Κοντά στην Σόφια» συχνά πήγαινα στο φράγμα του Ίσκαρ που ήταν το τοπίο στο οποίο ανέπτυσσα την υπόθεση. Ήρθα σε επαφή με πολλούς κατοίκους της περιοχής και άρχισα να συμμερίζομαι τις χαρές και τις ανησυχίες τους. Το χτίσιμο του φράγματος ήταν το πρώτο μεγάλο δημόσιο έργο στην Βουλγαρία και προσπάθησα να αποδώσω το αντίκτυπο που είχε στους ανθρώπους. Με τον άντρα μου επίσης ταξιδεύαμε. Όντας διπλωμάτης κάποια στιγμή με πήρε μαζί του στην Βομβάη(Δ. Ινδία). Μου φαινόταν απίστευτο το ότι κατάφερα να ανταπεξέλθω στην θάλασσα και την έρημο, ήρθα σε επαφή με έναν αρχαίο και σοφό λαό ο οποίος μπορεί να ήταν μαζικά φτωχός αλλά είχε πολύ πλούσιο πνεύμα και με τα χέρια του δημιούργησε μνημεία ανθεκτικά στον χρόνο».
Το 1944 η οικογένεια της Άννας ξεκληρίστηκε κατά τους βομβαρδισμούς της Σόφιας, στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η Άννα έχασε την μητέρα της και την αδερφή της, τον ανιψιό της και την γυναίκα του οι οποίοι αφήσαν ορφανά τα δυο κοριτσάκια τους. Η Άννα τα φρόντιζε σαν δικά της παιδιά και άρχισε να γράφει παραμύθια. Ταυτόχρονα μετέφρασε την «Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά» και τον «Μάγο του Οζ». Η συγγραφέας έζησε 88 χρόνια και κατάφερε να αποστάξει τις εμπειρίες της στα απομνημονεύματά της. Μια από τις μεταφράσεις της σαν άνθρωπος με πείρα ήταν «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», του Όσκαρ Ουάιλντ. Η μορφή της για μας παραμένει νεανική όπως την είδε και την αποθανάτισε με το πινέλο του ο, βούλγαρος εκπρόσωπος του καλλιτεχνικού ρεύματος Ζετσεσιόν, Ιβάν Μίλεβ.
Φωτογραφίες: αρχείο, bulgarianhistory.org
Επιμέλεια και Μετάφραση: Αγάπη Γιορντανόβα
Ο Πατριαρχικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι γιορτάζει την πανήγυρή του σήμερα. Ο ναός-μνημείο, σύμβολο της βουλγαρικής πρωτεύουσας, χτίστηκε «σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ρωσικό λαό για την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας από την..
Στην Βουλγαρία η θρησκευτική γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας είναι αφιερωμένη στην χριστιανική οικογένεια.Όλα τα μέλη της πηγαίνουν στην Θεία Λειτουργία και μεταλαμβάνουν. Η παράδοση όμως πρέπει να έχει πνευματικό περιεχόμενο. «Σήμερα η οικογένεια..
Το Βελίκο Τάρνοβο είναι η πόλη με τα περισσότερα πολιτιστικά και ιστορικά αξιοθέατα στη Βουλγαρία. Δεν υπάρχει άνθρωπος στη χώρα μας που να μην ενθουσιάζεται όταν μπαίνει στην Παλιά Πρωτεύουσα της Βουλγαρίας και οι ξένοι μένουν έκπληκτοι από την..
Ο Πατριαρχικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι γιορτάζει την πανήγυρή του σήμερα. Ο ναός-μνημείο, σύμβολο της βουλγαρικής πρωτεύουσας,..