Ο Χριστός γεννήθηκε. Και όχι μόνο γεννήθηκε αλλά και μεγάλωσε, κήρυξε την Νέα Διαθήκη των ανθρώπων με το Θεό, θυσιάστηκε για τους ανθρώπους και αναστήθηκε, δίνοντας την δυνατότητα σε όσους τον δεχτούν σαν Σωτήρα να επιστρέψουν στον παράδεισο.
Τα Χριστούγεννα για όλους τους Χριστιανούς είναι αναβίωση της γέννησης του Χριστού. Στην Βουλγαρία πριν ακόμα ο Χριστιανισμός να γίνει επίσημη θρησκεία υπήρχαν ήδη Χριστιανοί οι οποίοι αναβίωναν το μυστήριο του ερχωμού του Υιού του Θεού στον κόσμο. Οι νέες τοτε χριστιανικές αντιλήψεις συνδυάστηκαν με παλαιότερες πρακτικές γιατί οι άνθρωποι άναβαν φωτιές έτρωγαν ψωμί, τραγουδούσαν και χόρευαν από τότε που υπάρχουν στην γη.
Σήμερα η κοινωνία μας είναι υπερκαταναλωτική και έχουμε απομακρυνθεί από τις ρίζες μας. Ψωνίζουμε σε σούπερ μάρκετ και μολ. Σπάνια βλέπουμε και εκτρέφουμε άλλα ζώα πέρα από σκυλιά και γάτες. Έχουμε ξεχάσει να φυτεύουμε, να παρακολουθούμε την βλάστηση, να απολαμβάνουμε την χαρά της σοδειάς και να τρώμε τους καρπούς των κόπων μας. Αλλά δεν ήταν έτσι στις παραδοσιακές κοινωνίες και όσο κι αν απέχουμε από την παράδοση, τα Χριστούγεννα όλα τα έθιμα συνδέονται με αυτά που έκαναν οι, όχι και τόσο μακρινοί, πρόγονοί μας.
Σήμερα σπάνια οι άνθρωποι έχουν τζάκι. Αλλά η εστία ήταν το κέντρο του σπιτιού. Εκεί όπου μαγειρεύονταν το φαγητό, εκεί όπου ζεσταίνονταν οι άνθρωποι μπαίνοντας απ’ έξω. Εκεί όπου μαζεύονταν να φάνε και να διηγηθούν ιστορίες. Το τζάκι δημιουργούσε θαλπωρή. Την παραμονή των Χριστουγέννων η νηστεία ακόμα δεν έχει τελειώσει. Τα φαγητά του δείπνου της Παραμονής, που σημαίνει το να περιμένεις να συμβεί κάτι σημαντικό, είναι νηστίσημα και μονός αριθμός και τα πιάτα παραμένουν στο τραπέζι μέχρι το πρωί. Οι σύγχρονοι άνθρωποι πηγαίνουν να κοιμηθούν μετά τα μεσάνυχτα, όταν πια ο Χριστός έχει γεννηθεί, αλλά παλιά στο τζάκι έκαιγε όλη νύχτα ο κορμός από δρυ, οξιά ή αχλαδιά που είχαν φέρει οι άντρες του σπιτιού. Αυτό το κούτσουρο λέγεται «Μπάντνικ» και συμβολίζει την αρχή της ύπαρξης, του είναι, του μέλλοντος.
Στα παλιά χρόνια οι άνθρωποι αυτήν την νύχτα ξαγρυπνούσαν. Η χαρά δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Η γένηση του Χριστού δεν είναι ένα απλό γεγονός. Είναι μια είδηση που πρέπει να διαδοθεί γιατί είναι χαρμόσυνη για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό στην παραδοσιακή κοινωνία αμέσως μετά τα μεσάνυχτα παρέες από νέους άντρες γύριζαν στα σπίτια με παραδοσιακές φορεσιές και γκλίτσες, όπως οι βοσκοί της Βίβλου και τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια στα οποία εξυμνούσαν την γένηση του Σωτήρα Χριστού και εύχονταν σε κάθε οικογένεια ο νέος κύκλος του χρόνου να φέρει υγεία, μεγάλα κοπάδια, πλούσια σοδειά, γάμο στους ανύπαντρους και γονιμότητα. Οι νοικοκύρηδες από την άλλη έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους δίνοντας στους καλαντιστές, που στην Βουλγαρία λέγονται «κολεντάρι», κουλούρια, γλυκά, φρούτα και νομίσματα.
Οι Κολεντάρι άρχιζαν να προετοιμάζονται από την Ημέρα του Αγίου Ιγνατίου στις 20 Δεκεμβρίου. Τότε μαζεύονταν στο σπίτι του αρχηγού τους που λέγεται «στάνενικ» (από το «σταν» που σημαίνει στρατόπεδο). Αποκαλούσαν επίσης τους στάνεντσι «σταρ σταρέγιο» που σημαίνει γέροντας (γερουσιαστής) γιατί ήταν οι πιο ηλικιωμένοι της παρέας. Ο στάνενικ ήταν ιδιοκτήτης πολλών γαιών και ήταν αρχηγός μεγάλης ομάδας από λεβέντες. Εκτός αυτού έπρεπε να γνωρίζει άριστα τα έθιμα και τα τραγούδια για την κάθε περίσταση, τα οποία ήταν πολλά.
Στο σπίτι του στάνενικ οι καλαντιστές άρχιζαν να κάνουν πρόβες στα τραγούδια και τις ευχές αλλά και στον ειδικό χορό τους για την περίσταση, τον μπουενέκ (από το μπούινο που σημαίνει ζωηρό). Χορεύεται σε ευθεία γραμμή και όχι σε κύκλο, με μικρά βήματα και χτυπήματα των ποδιών.
Οι άντρες έφτιαχναν μόνοι τους τα ραβδιά τους τα οποία αποθηκεύονταν στο σπίτι του αρχηγού και χρησιμοποιούνταν μόνο για τα κάλαντα. Η ομάδα αποτελούνταν από μονό αριθμό συμμετεχόντων και όλοι οι ρόλοι ήταν αυστηρά καθορισμένοι, ιεραρχημένοι ηλικιακά. Αυτοί που τραγουδούσαν τα κάλαντα για πρώτη φορά στέκονταν στο πίσω μέρος της ομάδας. Τα αγόρια θεωρούνταν άντρες αφού είχαν βγει για πρώτη φορά για κάλαντα ενώ όταν παντρεύονταν σταματούσαν να βγαίνουν με την ομάδα με μόνη εξαίρεση τον στάνενικ, που έπρεπε να είναι παντρεμένος αλλά και να έχει τουλάχιστον ένα παιδί.
Μετά τα μεσάνυχτα της Παραμονής των Χριστουγέννων, οι άντρες που έλεγαν τα κάλαντα συγκεντρώνονταν μπροστά στο σπίτι του στάνενικ και τον ευλογούσαν με τα πρώτα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της νύχτας.
«Κύριε Στάνενικ ο Θεός θα σε επισκεφτεί με μια στρατιά αγγέλων μπορείς να τον υποδεχτείς και να τον φιλέψεις;», ήταν ο χαιρετισμός.
Η απάντηση που έδινε ο αρχηγός ήταν εθιμοτυπική.
«Είμαι έτοιμος γιατί ο Θεός μου έδωσε γεμάτα αμπάρια με σιτάρι, 9 βαρέλια με κρασί και 1 βαρέλι με ρακή».
Ο στάνενικ κερνούσε τους καλαντιστές, όπως το έκαναν με τη σειρά τους όλοι οι νοικοκύρηδες την εορταστική νύχτα. Αν το χωριό ήταν μεγάλο ο αρχηγός χώριζε τους άντρες σε ομάδες που λέγονταν τσέτες ή κούντες, τους όριζε αρχηγούς και τους έστελνε σε διάφορες γειτονιές. Κάθε νέος προσπαθούσε να βρεθεί στην ομάδα που θα περάσει από την γειτονιά της αγαπημένης του. Αν σε ένα σπίτι υπήρχε ανύπαντρο κορίτσι και ο αγαπημένος της ήταν στην ομάδα των καλαντιστών, τότε έπρεπε η ίδια να ετοιμάσει του κουλούρι που θα του δώσει, βάζοντάς το σαν στεφάνι στο καπέλο του.
Ένα από τα τελετουργικά σύμβολα που κρατούσε ο στάνενικ ήταν ένα διακλαδωμένο ξύλο, το οποίο ήταν μπηγμένο σε κουλούρι και ήταν στολισμένο με μήλα σε χρυσόχαρτα, κόκκινες κλωστές, νομίσματα και πρασινάδα. Το κλαδί αυτό ονομάζονταν «Παγκόσμιο Δέντρο» και συμβόλιζε το δέντρο που συνδέει τον χθόνιο, τον γίηνο και τον ουράνιο κόσμο. Ο μάλλινος σκούφος που φορούσε κάθε κολεντάρ, το καλπάκι του, ήταν στολισμένος με χάντρες, στεφάνια κ.ά. Τα παλικάρια γύριζαν τα σπίτια από τα μεσάνυχτα έως τα ξημερώματα των Χριστουγέννων και με τα τραγούδια τους έδιωχναν τους καλικάντζαρους, τους βρικόλακες και τα φαντάσματα, όλα τα κακά πνεύματα που ζημίωναν τους ανθρώπους. Όταν έφταναν σε ένα σπίτι ο στάνενικ έλεγε την ευχή των κολεντάρων ενώ οι νέοι τραγουδούσαν ευχές για τους νοικοκύρηδες και για κάθε μέλος της οικογένειάς τους. Πολλά από τα τραγούδια που έχουν φτάσει ως τις μέρες μας περιγράφουν τον μακρύ δρόμο που έχουν διανύσει οι καλαντιστές, οι οποίοι ξεκινούσαν από τη Δύση προς την Ανατολή – από το σκοτάδι προς το φως.Τα σπίτια επίσης χτίζονταν στραμμένα στην Ανατολή.
Ορισμένοι καλαντιστές μεταμφιέζονταν σε γέρους και γριές. Κάποιες από τις ομάδες είχαν την επονομαζόμενη «ουρά», δηλαδή μικρότερα αγόρια, τα οποία λειτουργούσαν σαν ντελάληδες και ανακοίνωναν την άφιξη των κολεντάρηδων ενώ μετά κουβαλούσαν τα κεράσματα. Όσοι κουβαλούσαν τα κουλούρια λέγονταν «τροχομπέρ» (αυτός που μαζεύει τα ψίχουλα), όσοι κουβαλούσαν λουκάνικα και λίπος λέγονταν «μαγκάρετα» (γάιδαροι), υπήρχαν και τα «ματσέτα», οι «γάτες» που νιαούριζαν, έλεγαν αστεία και διασκέδαζαν τον κόσμο.
Την ημέρα των Χριστουγέννων δεν εργάζονταν κανείς, όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για την εορταστική λειτουργία.Στην πλατεία έστηναν παραδοσιακό χορό. Τα κουλούρια έβγαιναν σε δημοπρασία και ο κάθε νέος προσπαθούσε να πάρει το κουλούρι που είχε φτιάξει η αγαπημένη του.
Το κολεντάρισμα τελείωνε με κοινό τραπέζι στο σπίτι του αρχηγού των καλαντιστών. Σε κάποια μέρη η αντροπαρέα έβγαζε κρασί στην πλατεία και κερνούσε τους άντρες του χωριού. Τα τραγούδια συνεχίζονταν όλη μέρα με ευχές για υγεία και τύχη.
Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή και είναι ευκαιρία τα μέλη κάθε σογιού, μεγάλοι και παιδιά, να μαζευτούν να διακοσμήσουν μαζί, να ετοιμάσουν μαζί τα φαγητά για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, να ανταλλάξουν δώρα, να έχουν ωραίες στιγμές και αναμνήσεις. Στο επίκεντρο βρίσκεται το στολισμένο έλατο.
Το τραπέζι των Χριστουγέννων είναι χαρά για τις αισθήσεις. Η νηστεία έχει τελειώσει. Στο κέντρο του γεύματος και του δείπνου είναι το κρέας. Παραδοσιακά το γουρουνόπουλο, πιο νεόφερτη η γαλοπούλα. Αλλά στην Βουλγαρία υπάρχουν και κάποια χαρακτηριστικά φαγητά. Δεν λείπουν οι λαχανοντολμάδες, τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλο και η τυρόπιτα αλλά αυτήν την εποχή είναι έτοιμα τα τουρσιά που πάνε με λίπος, το παραδοσιακό λουκάνικο «καρβαβίτσα», ο καπαμάς που περιλαμβάνει ξυνό λάχανο, ρύζι και κάμποσα είδη κρέατος, οι ξηραμένες κόκκινες πιπεριές γεμιστές με φασόλια και τα φασόλια γιαχνί που μαγειρεύονται στον φούρνο. Πολύ διαδεδομένη είναι και η γλυκιά τυρόπιτα με κολοκύθα που λέγεται «τίκβενικ». Οι άνθρωποι πίνουν κρασί, ρακί, για τα παιδιά έχει σιρόπια από φρούτα, χυμούς και αναψυκτικά. Ο καφές, το τσάι και η ζεστή σοκολάτα έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας.
Σήμερα στα ράφια των σούπερ μάρκετ υπάρχει πληθώρα ειδών ψωμιού μα οι Βουλγάρες ακόμα ζυμώνουν παραδοσιακό ψωμί που λέγεται «πίτα» ή με το υποκοριστικό «πίτκα». Το χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό ψωμί δεν είναι νηστίσιμο και μπορεί να περιλαμβάνει αυγά, βούτυρο και γάλα ενώ από την ζύμη φτιάχνονται διακοσμητικά στοιχεία, κυρίως σταυροί.
Οι περισσότεροι από εμάς και αυτές τις γιορτές θα καθήσουν σε πλουσιοπάροχα τραπέζια. Μακάρι η αφθονία να μην μας πλανέψει. Να μην ξεχάσουμε αυτούς που ζουν σε στερήσεις, να μην ξεχάσουμε να εκφράσουμε ευγνομωσύνη στον Θεό για το ότι μπορούμε να χαρούμε όλα όσα έχουμε. Ο νοικοκύρης ας ευλογήσει τον επιούσιο, ας προσευχηθούμε για τις ανάγκες μας και για τους αδύναμους. Είναι επικίνδυνο πράγμα η ματαιοδοξία. Ας προσπαθήσουμε να έχουμε πίστη.
Επιμέλεια: Αγάπη ΓιορντανόβαΣτα πρόθυρα της λαμπρής Γέννησης του Χριστού, ο Παναγιώτατος Πατριάρχης της Βουλγαρίας Δανιήλ και Μητροπολίτης της Σόφιας απευθύνθηκε σε όλους τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. «Ο Υιός του Θεού, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος γεννήθηκε..
Στις μέρες μας, όπως και στο παρελθόν, από τα ξημερώματα της παραμονής των Χριστουγέννων, στα σπίτια αρχίζουν οι προετοιμασίες για το σημαντικότερο δείπνο της χρονιάς. Τα φαγητά την Παραμονή Χριστουγέννων είναι νηστίσιμα, αλλά πρέπει επίσης να είναι..
Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά σήμερα τη μνήμη του Αγίου Ναούμ της Αχρίδας. Ο Ναούμ ήταν μεσαιωνικός βούλγαρος επιστήμονας και λόγιος, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στο 830 και απεβίωσε στις 23 Δεκεμβρίου 910. Ήταν με ευγενική καταγωγή, αλλά άφησε..