Η Εταιρική Εμπορική Τράπεζα (Corporate Commercial Bank) είναι βουλγαρική εμπορική τράπεζα, επίσημη ιδιοκτησία βουλγαρικών εταιριών με πλειοψηφικό μέτοχο βουλγαρικό φυσικό πρόσωπο. Η τράπεζα δε θα αποτελούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό εάν στο δημόσιο χώρο εδώ και μερικά χρόνια δεν κυκλοφορούσαν διάφορες πληροφορίες για την τράπεζα, για τις μεγάλες φιλοδοξίες, τα ευρεία ενδιαφέροντα, την τεράστια οικονομική, τελευταία μάλιστα και πολιτική επιρροή της. Ίσως το μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ' όλες αυτές τις πληροφορίες προκάλεσε ο ισχυρισμός, ότι μεγάλο μέρος των δημόσιων επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της ενέργειας, και θεσμών κρατούν τα χρήματά τους ακριβώς στην τράπεζα αυτή και έτσι ουσιαστικά χρηματοδοτούν τις μεγάλες επιχειρήσεις του φιλόδοξου ιδιοκτήτη της, κατηγορούμενου ότι είναι ένας από τους ολιγάρχες με μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα.
Στη διάρκεια και μετά τις τελευταίες εκλογές για Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμα πιο επίμονα άρχισαν να κυκλοφορούν σχόλια για παρασκηνιακά πολιτικά παιχνίδια, στα οποία είναι εμπλεγμένη η Εταιρική Εμπορική Τράπεζα.
Κατ' αρχήν δεν υπάρχουν χρηματοπιστωτικοί θεσμοί που να συμφωνούν με τη διάδοση αρνητικών πληροφοριών γι' αυτούς, ανεξάρτητα από το εάν οι πληροφορίες αυτές είναι αλήθεια ή όχι. Και με λόγο, επειδή όπως δήλωσε ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Βουλγαρίας, Ιβάν Ίσκροφ, ο πιο εύκολος τρόπος να σκοτώσεις μία τράπεζα είναι με εφημερίδα. Αυτός ο ισχυρισμός του ουσιαστικά μόνο διαπίστωσε την αναγνωρισμένη και από την ίδια την διεύθυνση της τράπεζας αλήθεια – λόγω των σχόλιων στα μέσα ενημέρωσης και του αρνητικού ίματζ στην κοινωνία, η τράπεζα βρέθηκε σε κρίση ρευστότητας και σε αδυναμία να εξυπηρετεί τους πελάτες της.
Η Κεντρική Τράπεζα Βουλγαρίας αποφάσισε να επέμβει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Έκλεισε την Παρασκευή την Εταιρική Εμπορική Τράπεζα, θέτωντας τον θεσμό υπό ειδική εποπτεία, και αντικατέστησε τη διοίκησή της με επιτηρητές.
Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στα μέτρα αυτά. Προφανώς συνειδητοποιώντας τις ενδεχόμενες επικίνδυνες επιπτώσεις σ' όλο το τραπεζικό σύστημα, στην οικονομία και γενικά στην κοινωνία, η Κεντρική Τράπεζα ζήτησε και την υποστήριξη του κράτους για την εφαρμογή ριζοσπαστικού προγράμματος εξυγίανσης.
Στο πρόγραμμα προβλέπεται αύξηση του κεφαλαίου της Εταιρικής Εμπορικής Τράπεζας με δημόσια χρήματα (από την κρατική Τράπεζα Ανάπτυξης και το Ταμείο Εγγύησης των Τραπεζικών Καταθέσεων), που στην πράξη σημαίνει ότι το κράτος θα γίνει μέτοχος στον χρηματοπιστωτικό θεσμό.
Επίσης το Δημόσιο θα εξασφαλίσει την ελλειπή ρευστότητα της Εταιρικής Εμπορικής Τράπεζας, έτσι που να μπορεί να εξυπηρετεί με έναν ομαλό τρόπο τους πελάτες της. Και εδώ πρέπει να προσθέσουμε κάτι πολύ σημαντικό σ' όλα αυτά τα αποφασιστικά και λογικά μέτρα αποτροπής ενδεχόμενης αλυσιδωτής αντίδρασης που μπορεί να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση όλου του τραπεζικού τομέα της χώρας. Το πακέτο των μέτρων εξυγίανσης θα εφαρμοστεί αμέσως και ύστερα από έναν μήνα η Εταιρική Εμπορική Τράπεζα και η τραπεζική ομάδα της εκ νέου θα αρχίσουν να εξυπηρετούν τους πελάτες τους.
Έως τότε όμως, οι υπηρεσιακοί διευθυντές του τραπεζικού θεσμού που διορίστηκαν από την Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για την εξακρίβωση της κατάστασης, επειδή είναι οφθαλμοφανές πως για να κλείσει και να τεθεί υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας η τέταρτη ως προς το μέγεθος της βουλγαρική εμπορική τράπεζα, ενοχή έχουν όχι μόνο τα αρνητικά δημοσιεύματα στον Τύπο, αλλά και ορισμένες ενέργειες της τράπεζας που αποδείχθηκαν αρκετά επικίνδυνες και μη κερδοφόρες.
Το σημαντικότερο πόρισμα απ' όλη αυτήν την ιστορία ίσως είναι ότι η 20 χρονη σταθερότητα και συνεχής επέκταση των εμπορικών τραπεζών στη Βουλγαρία θαρρείς μείωσαν την προσοχή των εποπτικών αρχών της Κεντρικής Τράπεζας που δεν κατόρθωσαν εγκαίρως να αποφύγουν την κατάρρευση μιας σημαντικής εμπορικής τράπεζας.
Ακόμα πιο σημαντικό όμως ίσως είναι το γεγονός ότι η διοίκηση τη Κεντρικής Τράπεζας δε δίστασε να προβεί αμέσως σε ριζοσπαστικά και πλήρως τεκμηριωμένα μέτρα για το ξεπέρασμα της κρίσης. Κάτι που αξίζει την επιδοκιμασία και τον σεβασμό μας.
Μετάφραση: Σοφία Μπόντσεβα