Επιτυχημένη επιχείρηση, μεγάλη δεμένη οικογένεια και ασταμάτητη περιέργεια για τις παραδόσεις και τις σύγχρονες εξελίξεις – τέτοια είναι η σύντομη εκδοχή του Ίλκο Μίνεφ. Η πλήρης μπορεί να περιγραφεί δύσκολα. Μένει στη Μανάους της Βραζιλίας, όπου εκδίδει και τα βιβλία του. Στις 11 Οκτωβρίου στο Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού της Σόφιας είναι η παρουσίαση του τρίτου λογοτεχνικού έργου του «Στη σκιά του χαμένου κόσμου», του οποίου η μετάφραση από τα πορτογαλικά είναι έργο του Ρούμεν Στογιάνοφ – διάσημου μεταφραστή από πορτογαλικά και ισπανικά και συγγραφέα.
Το βιβλίο θίγει σημαντικό για τη Βραζιλία γεγονός – λέει ο Ρούμεν Στογιάνοφ. - Όταν έρχονται οι Πορτογάλοι, βρίσκουν ντόπιο πληθυσμό Ινδιάνων, που αποτελείται από χίλιες φυλές περίπου. Ο αριθμός τους μειώνεται για διάφορους λόγους και τις εκτάσεις τους παίρνουν οι Πορτογάλοι. Τελικά η βραζιλιάνικη κυβέρνηση αποφασίζει να ανταμείψει τους σημερινούς απογόνους των Ινδιάνων, των οποίων οι εκτάσεις, οι ποταμοί, οι λίμνες κλπ. πριν από αιώνες πάρθηκαν. Δημιουργούν φυσικά καταφύγια για να τα παραχωρήσουν στους κληρονόμους. Εκεί όμως μένουν άλλοι άνθρωποι, που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα οικόπεδά τους σε ορισμένη προθεσμία και κάποιες βραζιλιάνικες οικογένειες ζουν εκεί πάνω από 100 χρόνια και έχουν εντελώς νόμιμα έγγραφα ιδιοκτησίας. Είναι δύσκολο να αποδοθεί δικαιοσύνη. Παραμένει η πικρία ότι μια παλιά αδικία αντικαθίσταται από άλλη. Τώρα οι Ινδιάνοι στη Βραζιλία είναι κάτω από 1%, τα μέτρα αυτά τους παραχωρούν πάνω από 12% του εθνικού εδάφους – δύο φορές περίπου το έδαφος της Ισπανίας, κάτι που οδηγεί σε διαφωνίες και αντιθέσεις στην κοινωνία. Όλα αυτά είναι αντικείμενο της έντεχνης περιγραφής στο βιβλίο του Ίλκο Μίνεφ μέσω του πρωταγωνιστή του Όλεγκ. Στο βιβλίο γίνεται λόγος και για τη Βουλγαρία, και για τη Σόφια, και για Βουλγάρους στη Βραζιλία – δηλαδή, είναι ο επόμενος κρίκος της αλυσίδας, που αποτελεί τη βουλγαρική λογοτεχνική παρουσία στην τεράστια χώρα. Πάνω από 140 είναι τα βιβλία βουλγάρων συγγραφέων στη Βραζιλία, δημιουργημένα εκεί ή μεταφρασμένα από διάφορες γλώσσες – πεζογραφία, ποίηση, αρθρογραφία, επιστημονική λογοτεχνία. Από την άποψη αυτή ο Ίλκο Μίνεφ κατέχει σημαντική θέση. Στα βιβλία του πάντα έχει βουλγαρική παρουσία. Είναι πιθανόν ο Βούλγαρος που γνωρίζει καλύτερα την Αμαζονία, όπου πάνω από 30 χρόνια είναι επίτιμος πρόξενος της Ολλανδίας. Το τελευταίο έργο του, απροσδόκητα και για τον ίδιο, αποδείχθηκε για ορισμένη περίοδο το βιβλίο που πωλείται περισσότερο στη Βραζιλία. Στο βιβλίο, έστω και με τα μέσα της λογοτεχνίας, θίγει ένα θέμα, που μέχρι τότε έμεινε εκτός του οπτικού πεδίου των βραζιλιάνων συγγραφέων.
Ποιος είναι ο Ίλκο Μίνεφ, γιατί φεύγει για τη μακρινή Βραζιλία και πώς ανακαλύπτει το ταλέντο του να γράφει;
Το 1969 συνέβη κάτι στη ζωή μου, που με εξέπληξε και με μετέτρεψε σε αντικαθεστωτικό. – λέει ο Ίλκο Μίνεφ. – Στην ουσία ένας πολύ καλός φίλος μου έγινε αντικαθεστωτικός και η Κρατική Ασφάλεια δεν πίστεψε ότι εγώ δεν έχω εμπλακεί. Έγινε δύσκολο, ήταν σαφές ότι δεν έχω μέλλον στη Βουλγαρία. Παρουσιάστηκε ευκαιρία να εγκαταλείψω τη χώρα και έφυγα για το Βέλγιο, όπου τελείωσα οικονομικές σπουδές και το 1972 πήγα στη Βραζιλία. Σύντομα μετά την άφιξή μου έφυγα για τη Μανάους για τρεις μήνες και είμαι εκεί 46 χρόνια τώρα. Στην πατρίδα σπούδασα γερμανική φιλολογία, είχα πάντα ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, αλλά όταν έφυγα έπρεπε να επιλέξω κάτι άλλο. Η «δεύτερη αγάπη» μου ήταν οι οικονομικές επιστήμες. Πριν από 5-6 χρόνια, όταν συνταξιοδοτήθηκα, γύρισα στην «πρώτη αγάπη» μου, αλλά πάντα ήμουν παθιασμένος αναγνώστης. Γνωρίζω τους βουλγάρους κλασσικούς – τον Ιβάν Βάζοφ, τον Λιούμπεν Καραβέλοφ, τους μεγάλους μας ποιητές… Μέχρι και σήμερα μου αρέσει να διαβάζω τον Ντεμπελιάνοφ, τον Σμίρνενσκι, τον Γιάβοροφ, για μένα είναι μέρος της παγκόσμιας ελίτ. Ίσως γιατί νιώθω την ποίηση καλύτερα στα βουλγαρικά, απ’ όσο στις άλλες γλώσσες.
Τα πρώτα δέκα χρόνια μετά τη μετανάστευσή του ο Ίλκο Μίνεφ δεν μπορεί να επιστρέψει στη Βουλγαρία, αλλά τώρα είναι εδώ κάθε χρόνο.
Όταν είναι μακριά, αισθάνεται κανείς πιο δυνατά την έλλειψη της γλώσσας, των φίλων, της κουζίνας – λέει ο συγγραφέας. – Όταν έρχομαι στη Σόφια, πρώτα κοιτάζω τη Βίτοσα και με κυριεύουν οι αναμνήσεις της εφηβείας μου. Αγαπάω πολύ τη Μαύρη Θάλασσα, τη Σόφια, το Πλόβντιβ, το Ρούσε, και τα τελευταία χρόνια – τη Ροδόπη, που πριν γνώριζα λίγο. Η σύζυγός μου είναι Βραζιλιάνα, αλλά τα παιδιά και τα εγγόνια μου είναι τόσο Βούλγαροι, όσο Βραζιλιάνοι. Είμαι περήφανος που έχω τρεις πολιτισμούς. Ο πρώτος, με τον οποίο γεννήθηκα και μεγάλωσα – αναμφίβολα είμαι Βούλγαρος. Μετά από σχεδόν 50 χρόνια στη Βραζιλία, έχω αποκτήσει και τον εκεί πολιτισμό. Η μητέρα μου είναι Εβραία και από εκείνη κληρονόμησα τον σεβασμό για τη χιλιετή ιστορία του λαού αυτού. Στα βιβλία μου περιγράφω γεγονότα που γνωρίζω και έχουν πραγματικά συμβεί, αλλά με τη μορφή του μυθιστορήματος. Υπάρχει πολλή αλήθεια, αλλά και λίγη φαντασία. Δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι η ζωή μου. Αντλώ θέματα από τη ζωή και των θείων μου, που πήγαν στη Βραζιλία πολλά χρόνια πριν από μένα. Προσπαθώ να είμαι ουδέτερος όταν πρόκειται για επίμαχα ζητήματα και να δώσω τη δυνατότητα στον αναγνώστη να επιλέξει τη στάση του, αλλά αυτό δεν είναι πάντα δυνατό. Τα πρώτα δύο βιβλία που έγραψα είχαν πολύ καλή υποδοχή. Στο τρίτο ήθελα να θίξω για ένα ακανθώδες θέμα της ιστορίας της Βραζιλίας, έπρεπε να το ερευνήσω μισό χρόνο. Και το βιβλίο προκάλεσε αντίθετες αντιδράσεις. Για μένα είναι θλιβερή η πόλωση της κοινωνίας σε όλο τον κόσμο, είναι μια επικίνδυνη διαδικασία. Ελπίζω να γυρίσουμε στη μέση οδό. Και όσον αφορά τη Βουλγαρία – διατηρώ μόνο τις καλές αναμνήσεις.
Μετάφραση: Ντενίτσα Σοκόλοβα
Φωτογραφίες: ilkominev.com και lira.bg